- μηνίσκος
- I
(Ανατ.). Ινοχόνδρινος σχηματισμός που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο αρθρικών επιφανειών, με προορισμό να βελτιώνει την εφαρμογή τους. Από το αρθρικό σύστημα του ανθρώπου αναφέρεται ο μ. της γναθοκροταφικής άρθρωσης, που βρίσκεται ανάμεσα στον κόνδυλο της γνάθου και στο κροταφικό οστό, και οι δύο μηνίσκοι της άρθρωσης του γόνατος. Αυτοί οι τελευταίοι, που συναρμόζουν την κυρτή επιφάνεια των κονδύλων του μηριαίου οστού με τη σχεδόν επίπεδη επιφάνεια της άνω επίφυσης της κνήμης, τραυματίζονται συχνά και όταν υποβάλλονται σε επίπονη και επαναλαμβανόμενη άσκηση μπορεί να υποστούν ρήξη. Εξαιτίας της ινοχόνδρινης φύσης τους, σπάνια ανταποκρίνονται στη φαρμακευτική αγωγή. Η διάγνωση γίνεται με βάση το ιστορικό και την κλινική εικόνα του ασθενούς και με αρθροσκόπηση. Συχνά είναι απαραίτητη η χειρουργική αφαίρεση των κομματιών του σπασμένου μ., διαφορετικά, διαταράσσεται η λειτουργικότητα της άρθρωσης.μηνισκεκτομή. Χειρουργική αφαίρεση του μ. από μια άρθρωση, συνήθως εκείνη του γόνατος.II(Γεωμ.). Δύο κυκλικά τόξα του ίδιου επιπέδου με κοινή την χορδή τους και με άνισες τις ακτίνες τους, τα οποία βρίσκονται προς το ίδιο μέρος της κοινής τους χορδής, ορίζουν ένα μέρος του επιπέδου τους. Κάθε τέτοιο μέρος ενός επιπέδου ονομάζεται μ. Από την αρχαιότητα είναι γνωστοί οι «μηνίσκοι του Ιπποκράτη» (5ος αι. π.Χ.). Στο σχήμα το σκιασμένο μέρος του επιπέδου είναι ένας μηνίσκος του Ιπποκράτη. Στην ειδική αυτή περίπτωση το ένα από τα δύο τόξα, που αποτελούν το σύνορο του μ., είναι το 1/4 του κύκλου του σχήματος και το άλλο είναι ένα ημικύκλιο, που γράφεται με διάμετρο την κοινή χορδή των δύο τόξων. Αποδεικνύεται (στη στοιχειώδη γεωμετρία) ότι το εμβαδόν αυτού του μ. είναι ίσο με το εμβαδόν του ορθογωνίου και ισοσκελούς τριγώνου, που εγγράφεται στο θεωρούμενο ημικύκλιο.Μ. ονομάζεται και ένας φακός στον οποίο οι δύο επιφάνειες έχουν διαφορετικές ή καμιά φορά ίσες καμπυλότητες, αλλά αντίθετα από έναν κοίλο ή κυρτό φακό καμπυλώνονται προς την ίδια διεύθυνση. Ένας μ. του οποίου το πάχος είναι μεγαλύτερο στο κέντρο από ότι στα άκρα ονομάζεται θετικός μ. και είναι συγκλίνων φακός, ενώ ένας μ. του οποίου το πάχος είναι μεγαλύτερο στα άκρα παρά στο κέντρο ονομάζεται αρνητικός μ. και είναι αποκλίνων φακός. Ο μ. είναι ένας από τους πιο διαδεδομένους τύπους φακών και βρίσκει εφαρμογές σε διάφορα οπτικά συστήματα, όπως στους αντικειμενικούς φακούς των μηχανών λήψης, στα ματογυάλια κ.ά. Συστήματα μ. χρησιμοποιούνται σε εφαρμογές όπου απαιτείται υψηλός βαθμός ανταπόκρισης ανάμεσα στο οπτικό είδωλο και στο αντικείμενο (για παράδειγμα στην αστρονομία).* * *ο (Α μηνίσκος) [μήν]1. η σελήνη όπως φαίνεται κατά τη διάρκεια τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών τής φάσης της, ημισέληνος, μισοφέγγαρο2. συνεκδ. κάθε αντικείμενο το οποίο έχει σχήμα που μοιάζει με ημισέληνο («ο μηνίσκος τού όνυχα» — το λευκοειδές τμήμα τού νυχιού, το οποίο βρίσκεται κοντά στη ρίζα του και το οποίο έχει τοξοειδές σχήμα)1. νεοελλ. μαθημ. γεωμετρικό σχήμα που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο τόξα τα οποία έχουν κοινά άκρα και τών οποίων οι κυρτότητες βρίσκονται προς το ίδιο μέρος2. ανατ. ινοχόνδρινο πέταλο που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο αρθρικές επιφάνειες, οι οποίες δεν εφαρμόζουν ακριβώς, για αποκατάσταση τής αρμονίας ανάμεσά τους («μηνίσκος τού γονάτου»)3. στρ. χαράκωμα της παλαιότερης οχυρωματικής, το οποίο ήταν τοξοειδές διμέτωπο έργο κατασκευασμένο έξω από τον χώρο τής κυρίως οχύρωσης4. φυσ. καμπύλη επιφάνεια η οποία σχηματίζεται στο άνω άκρο μιας στήλης υγρού που περιέχεται σε έναν σωλήνα, ως αποτέλεσμα τής δράσης τών τριχοειδικών δυνάμεωναρχ.1. σχήμα που μοιάζει με ημισέληνο και το οποίο χρησίμευε για την εύρεση τών εμβαδών2. ημισεληνοειδές ή δρεπανοειδές σχήμα παράταξης για μάχη («ὑπεχώρουν εἰς τοὐπίσω λύσαντες τὸν μηνίσκον», Πολ.)3. κόσμημα τού λαιμού, περιδέραιο σε ημισεληνοειδές σχήμα («καὶ ἔλαβε τοὺς μηνίσκους τοὺς ἐν τοῑς τραχήλοις τών καμήλων αὐτῶν», ΠΔ)4. χύτρα5. ημισεληνοειδές κάλυμμα για την προστασία τής κεφαλής ανδριάντων («χαλκεύεσθαι μηνίσκους φορεῑν ὥσπερ ἀνδριάντες», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.